- ομοήλικος
- ὁμοήλικος, -ον (Α)βλ. ομήλικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοήλικος — ὁμοή̱λικος , ὁμοῆλιξ masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομήλικος — η, ο (Α ὁμήλικος και ὁμοήλικος, ον) συνομήλικος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμήλικον ταύτιση, σύμπτωση ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ήλικος (< ἧλιξ, ικος), πρβλ. ισ ήλικος] … Dictionary of Greek